-
1 διασευομαι
(только 3 л. sing. aor. διέσσῠτο)1) проноситься сквозь, устремляться через(μεγάροιο и ἐκ μεγάροιο, τάφροιο, но λαὸν Ἀχαιῶν Hom.)
2) пронзать(αἰχμέ στέρνοιο διέσσυτο Hom.)
1 διασευομαι
(μεγάροιο и ἐκ μεγάροιο, τάφροιο, но λαὸν Ἀχαιῶν Hom.)
(αἰχμέ στέρνοιο διέσσυτο Hom.)